Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΝΙΚΟΣ (1926-1990)



Σύντομο Βιογραφικό:
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του " Σίμων ο Κυρηναίος " στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο " Η επιστροφή του Χριστού " εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές " Η έλαφος των άστρων ", " Ο υπνόσακκος " και " Πενθήματα " . Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου " Αιώρηση " , γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο, και πέθανε. 


Σημείωση:
Όλα τα ποιήματα των παρακάτω 3 ποιητικών συλλογών εμπεριέχονται στο βιβλίο
" Δεύτερη Εποχή "  του Νίκου Καρούζου.


ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ (1969)

ΠΕΝΘΟΣ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΚΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Ο καιρός της μάνας μου όταν δεν υπήρχα
ο καιρός του επόμενου βλέμματος
ο άφαντος καιρός των φύλλων
της πλαϊνής πορτοκαλιάς
τι φρικτές ελευθερίες.
Θυμάμαι τις προάλλες καθόμουν
απέναντι στη θάλασσα
σ’ ένα βραχάκι.
Ένιωθα την τύχη.
Τίποτα δεν οδηγούσε τα φαινόμενα σε αρμονία.
Ούτε το μοβ εκείνο που περιστοίχιζε τον ορίζοντα
με τόσες ελκυστικές αποχρώσεις
καθώς ο ήλιος είχε κατσουφιάσει στη δύση
καθώς ο ήλιος ανίσχυρος
ακουμπούσε πάνω στά βουνά
και βύθιζε
λίγο-λίγο.
Ερευνούσα μέσα στον πόνο
αναλύοντας κάπως τις αισθήσεις.
Ο ήχος όμως του κύματος χωρίς πολλά
έσμιγε την πιο τρομερή αρχαιότητα
με την τελευταία στιγμή του
χαρίζοντας όλη την ευγένεια
της μεγάλης φτώχειας που είναι η φύση.
Ο ήχος του κύματος ολόιδιος όπως οι θόρυβοι
στις ευρύχωρες μυριστικές εκκλησίες
μεσ’ στην πλήρη σιγή
από κάποιο στασίδι που πέφτει
από κανένα βήχα έρημο στην άκρη.
Τι επιμένει στο χρόνο;
Η σοφία της βροχής – όχι.
Ούτε το τραγούδι της αντιλόπης
με τους όρκους του ήλιου στη ράχη της
όταν σπαράζεται ηδονικά
μέσα στου λιονταριού το ερωτικό στόμα.
Ίσως επιμένει η κατάσταση
όπου ο θάνατος γίνεται μοιρασιά
στα βραχυκυκλώματα των σπλάχνων.
Οι γητειές που μπαινοβγαίνουν στα σώματα.
Δεν ξέρω.
Με το καυλί της σιωπής ανατινάχτηκα.
Γαλήνη.

Ο ΠΛΩΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ
Το Ένα ρέει. το Δύο απορρέει.
Κι ο πανάρχαιος Μόνος επιστρέφοντας
ανθίζει τρεις φορές –
όσο κι αν φωνάζετε! –
για να μοχθεί η Άνοιξη των Αριθμών
εξουσία μονήρης.
Και κάπου-κει σταβλίζει τους σαλούς η έκσταση
σε γοερές ακινησίες των αγγέλων
όταν, αλήθεια, νιώθουμε το ρήγος του θανάτου
καθώς
ανακλαδίζεται του κόσμου το ρυάκι
που μέσα του βρέχονται οι φυλλωσιές
και μέσα του
φωτογραφίζονται τυχαία τα πουλιά στο πέταγμά τους
όλα τα έντομα ψάλλοντας αιωνιότητα
στις ολοένα κατάφωτες αυθαιρεσίες.
Και βγαίνει κάποτε απ’ τις εύρωστες χλόες
η θολωτή ομιλία των πεθαμένων.
«Είχαμε κ’ εμείς έναν καιρό
την άπλωση στο σακκούλι του στήθους.
Τώρα χανόμαστε βαθιά σε γκρεμισμένα νιάτα:
στα ύψη που λικνίζεται ο τάφος
και μοιάζει η μεγάλη ωραιότητα
σαν πεταλούδα που ψυχομαχεί
στις μαρμαρυγές των άστρων»
θρόιζαν οι πεθαμένοι.
Και στα μικρά μου όρια συνάκουσα
εννέα πετεινούς
χαϊδεύοντας το κρύο μάρμαρο της αυγής.


ΟΤΙ ΑΝΕΒΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΘΥΡΙΔΩΝ
(Ιερεμίας θ΄, 21)
Καίει τ'αλώνι ως πέρα το μεσημέρι
κι ο ήλιος είναι σπαθί ζεματισμένο.
Καίνε οι καβαλίνες απ'τα ζώα στα χωράφια
και πιο πολύ στην άκρα σιωπή της
καίει η μέλισσα βαθιά στο άνθος.

Πατούμε στο χώμα σημαίνει
πατούμε πάνω στους νεκρούς
στην όχθη μας τη σταύρωση.

Ξάφνου η αστραπή τινάχτηκε κραδαίνοντας
το μπλάβο σταφύλι τ'ουρανού.

Δεν λυγίζει τίποτα.
Κι ας είπα το στήθος ηλιογέννητο.
Δεν λυγίζουν τα δέντρα κι ο αέρας αλύγιστος
ούτε βρύση να γίνω ούτε φλάουτο
το νερό δεν λυγίζει και ο ήχος.
Κάθε μέρα ευθεία
κάθε νύχτα τεντωμένη
ο καημός ένα τόξο πανάρχαιο
κι ο θεός ακαμψία.

Με το μαύρο η πλατειά σου ανθοφορία
κόσμε που ντύθηκες αϊτός
τα φυλλώματα και τ'άστρα.
Με το μαύρο η αίγα και το πρόβατο
η ρίζα με το μαύρο
καθώς ανοίγω τους καρπούς και χύνεται μελάνι
Μ'ένα πόδι τα οράματα.
Μέρα και νύχτα ο αέρας είν' αθέατος.

Περιμένω τ'αστέρια σε γαλάζια λεπτότητα.
Πώς θα 'θελα ν'αχτιδοβολήσουν τ' άντερά μου!
Η ερημιά που ξέρουμε δεν είναι του θανάτου.

Χαράματα και χάθηκαν τ' αστέρια.
Στο δέντρο χύθηκαν αιφνίδια πουλιά
την σιωπή του για να λαμποκόψουν.

Ενάρετος που είναι ο πορτοκαλιώνας.
Τα δέντρα χαίρονται μέσα τους απ' τη ζωή της τσιμουδιάς.
Ελευθερία'  στερέωμα της σιωπής.
Ομοιόμορφο το νεκροταφείο των προβλημάτων.
Αναρρίχηση στο Αθώο Γεγονός.

Φωνή χαράς ανάερη ωσάν μεταξοχάρτι.
Κάποιος θα μηρυκάζει αόρατη χλόη
στ'αγγελοχώραφα.
Γιατί τους φοβηθήκαμε τους μύθους;

Η νόηση μοιάζει με παγοθραυστικό.
Το αίσθημα με πολλές σημαίες.
Η θέληση -πάλι- φαίνεται
σαν κάποια εποχή του Είναι.
Μα η καρδιά δεν έχει τ' όμοιό της.

Την ώρα που χρυσίζει η μελαγχολία
και μπαίνει ο θεός
στον κήπο του τον άνθρωπο
αλίμονο αν εξοκείλω τα μάτια μου.

ΣΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ 
Όταν έρχονται κείνες οι πρωινές ώρες
οπού νομίζεις κ' έχουν απέραντη φρεσκέδα
στο θερινό παιχνίδι του θηλυκότερου
ήλιου και της νικήτριας σκιάς
όλα μαζί τα πράγματα σου λένε: Χανόμαστε!
Ώρες, αλήθεια, για να νιώσεις μονάχος σου
το μεγαλείο της μύγας που ξαναρχίζει
τους πειναλέους κύκλους
αμέτρητους
ολότελα σα να λείπει ο κόπος
ή να νιώσεις τις φωνές των ανθρώπων από γύρω
σαν αβέβαιες ειδήσεις
ακαθόριστες
από κάποια βρύση λαλητική τρεχούμενες.
Πρωί - πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.
Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα.
Κι όταν ανθίσει ο αμνός ολούθε στο κορμί του
μαχαίρι φανερώνομαι.


ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ
Χαρά της νύχτας ω φώτα ηχηρά
θαυμάσιο βράδυ
ο έγχρωμος θόρυβος της πόλεως
τη μοναξιά μου διαιρούσε πότε κίτρινη
πορτοκαλένια κυανή και τώρα κόκκινη
βάφοντας πράσινο το περπάτημα.
Είχε λευκά σημάδια η αγάπη.
Στοπ. Επιστροφή.
Είχε λευκά σημάδια του κόσμου η ταραχή.
Τα νέφη αόρατα.
Όχι.
Στις ερημιές του φεγγαριού μέσ' στα κλήματα
μαρμαίρει ο άγγελος  ενώ
γελιέται ο θάνατος και η νύχτα
διασκεδάζει με διάττοντες.
Όχι, όχι.
Ο χρόνος πλησιάζει τα οράματα
νυχοπατώντας.
Απληστία!
Έπρεπε να βυθίσω περισσότερο
τη θλίψη μέσα στην ψυχή μου.
Όχι.
Στολίζει την έκταση ο γρύλος.
Η νύχτα κατεβαίνει τη σκάλα του σκοταδιού
κάθεται στον έρωτα της Μαίρης.
Έρημες αναπνέουν στους κήπους οι προτομές.
Στοπ. Όλα σβήνονται.
Θέλω να βγω απ΄ τις λέξεις
βαρέθηκα.
Ν' ακούω καλύτερα στο απέναντι μπαλκόνι
τι λένε οι δυο μόνιμες γριές
που κάθονται με τις ώρες.

ΕΦΤΑΧΡΩΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Άμα δειπνήσει ο ήλιος έρχεται ο στεναγμός
αναστημένος με λογχώδη αναβρύσματα.
Γενναιότερα τα δέντρα
και γι’ αυτό τα ζηλεύω.
Αλλ’ όμως ο ζόφος του λάκκου κάτω-κάτω
δεν είναι των ματιών.
Έχουμε, βέβαια, παρηγοριά τη διάθλαση.
Ωστόσο δεν τη γλεντούμε.
Χρειάζεται να ξηλώσουμε κάθε φαντασίωση.
Να πετάξουμε τα χωρίσματα.
Δράση παράξενη το καθαρό θέαμα των αντικειμένων...
Η άφωνη σαύρα
στις ηλιόλουστες πέτρες όταν αναπνέει
lacrymosa.
Ο αγέρωχος κόκορας
όταν πλήττει τα χαράματα.


ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΝ
Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:
εκεί θ’ αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.
Χρειάζεται η πρόοδος: είναι κι αυτή μια νοσταλγία.
Τούτος ο Δρόμος ο Εντατικός
πότε απλώνεται στο άπειρο
πότε γίνεται μικρός
σαν κορδελίτσα...
Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου.
Χτες τη νύχτα πέντε κύκνοι με τα νυχτικά τους
έτρεχαν ταραγμένοι
στον ύπνο μου κ’ ένας πράσινος
κόκορας δακρυσμένος
άρχισε ξαφνικά να κουτσαίνει.
Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο
για να διασκεδάσω μαζί
με την αιωνιότητα μόνος.
Ο άνθρωπος αναπνέει – σκέφτηκα.
ο άνθρωπος ερωτεύεται!
Βρίζει την καρδιά του, ξύνεται!
Μετέωρα, μοναδικά γεγονότα.
Ένας γάιδαρος έχωνε τη μουσούδα του
σε στυγνή λάμψη και κατόπιν
άρπαξε μια πέτρα στο στόμα
σφίγγοντάς την ωσότου έσπασαν τα δόντια του.
Τριγύρω έπεφταν οι καρποί και σωριάζονταν
ακέφαλα τα σώματα τεράστιων σκύλων.
Ο θάνατος έκοβε στα δύο το νερό
και το ξανάκοβε
καθώς έλαμπε το σκαρφάλωμα στα όρη.
Άνθη από φλόγες
τα ’βλεπα να ποτίζονται.
Πόσους αιώνες θαυμαστούς
έχουμε σ’ ένα εικοσιτετράωρο;
Σταλαγματιές ακούγονταν στα δέντρα –
θα ’χε βρέξει.
Πώς έγινε της χελιδόνας
η μεταλλική στίλβη;
Κολαζόμουν από ευτυχία
στην οικουμένη του ύπνου.
Οι γάτες έστεκαν ορμητικές.
Έτρεχε ο ιδρώτας.

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Κοιτάζοντας ένα δέντρο
δεν μπορούμε
να καταλήξουμε.
Κοιτάζοντας μια ρεματιά έναν άνθρωπο
ένα βενζινάδικο
δεν μπορούμε
να καταλήξουμε.

Καλάμι κούφιο που φιλεύεις τον αέρα
στα σωθικά σου κι ο αέρας σε διαβαίνει
μεγάλη τύχη δυο φορές ετούτη
μια να γεννηθούμε κι άλλη να πεθάνουμε.

Πρωί δεν αντικρίζεται ο ήλιος
όταν έχεις ξενυχτήσει.
Γενική κούραση, μαραμένες φοβίες
κι ο βραδινός πονοκέφαλος
από ώρες χρεωκοπημένος.


ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ
Σηκώθηκε η νύχτα της ερήμου
τέτοια ώρα
πριν ακόμη βγάλω τα ρούχα μου για ύπνο.
Μυστηριώδης απόλαυση: λιτότητα του χρόνου
δίχως πόνο
ουδέ σκιά χαράς.
Το μυαλό μου ακμαίο φύλλωμα διασχίζεται.
Ο σκελετός καποιανού ερημίτη
προσπέρασε την εικόνα του
τη φεγγερή του σάρκα
ρίχνοντας χάμω το νευρικό σύστημα
και μίλησε.
Η άχνα της αναπνοής
έβγαινε μεσ’ απ’ τα ξεβιδωμένα δόντια.
Ιδού ο χαιρόμενος ανεπίληπτα.
Ιδού ο σκορπίος ο μελισταγής.
Η λάμψη απ’ τα κόκαλα έβγαινε αμνώδης.


ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ
Της Μαίρης
Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος.
Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα
σωριασμένα αιφνίδια στο χτες.
Η λάμψη όταν περάσει λάμπει περισσότερο
καθώς
η ακινησία φανερώνεται
στη διαίρεση των βημάτων.
Όντως το περπάτημα ολότελα το χρόνο καταστρέφει
όπως ολότελα τον ήχο παύουμε
ακουμπώντας τα χέρια
πάνω στα βοερά τύμπανα.
Πιότερο ζει η αστραπή
μετά το ανατρίχιασμά της
η απέραντη δυνατότητα των πουλιών
όταν μακραίνει ο θόρυβος ενός τυχαίου αεροπλάνου.
Φοβερή ασυνέχεια:
ο πλούτος μου είναι το στήθος μου.
Γι’ αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα
και ταξιδεύω σίγουρος
όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο.
Συνηθισμένο πράμα η θυσία.
Και ιδού με χιλιάδες σπάγγους
δεμένος αιωρείται ο Ηράκλειτος
στην άχρωμη αποκριά της λογικής.
Πάνω σε τέσσερες ρόδες
έρχεται βαρετά με τις Σίβυλλες
χαιρετώντας δεξιά κι αριστερά τους σκύλους.
Ακολουθεί ο ξένος στα επαγγέλματα
με τα δάκρυα όλων των ειδών.
Έλαμπε το σούρουπο σαν τρυφερό μέταλλο
μια γκρίζα γάτα
μου φάνηκε τρομερά ντυμένη.
Ένα ζευγάρι φιλιότανε αμέριμνα.
κέρδιζε όλες τις στιγμές
τίποτα δεν παρατηρούσε.
Ο έρωτας είναι πάντα
μικρή-μεγάλη η δύναμη του Έχε Γεια
χρόνος ακατάσχετος.
Αυτός ερημώνει τα γηραλέα μεσάνυχτα
χρίει τις πεταλούδες με δικαιοσύνη.
Κι όταν υψώνεται ο κίτρινος καπνός απ’ τα ποιήματα
στον κουρελιασμένο χώρο που αναβοσβήνει
βλέπουμε χαρούμενες υποταγές
ο κόσμος τινάζει άξαφνα τη μανταρινιά της αστραπής
οι άγγελοι εξελίσσονται σε τριαντάφυλλα
και ξεκαρδίζεται ο κίνδυνος.
Έρχται τώρα να την
η Ανθούσα μόνη της –
η ερημιά την κατορθώνει.
Πολλά-πολλά ξεχύνονται
πλήθος πουλιά σαν φυλλώματα.
Είχε νυχτώσει ωστόσο.
Κάθε απόσταση φαινότανε μύθος.
Αναπάντεχα τότε
σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά
ένας νέος με γενειάδα φωνάζει:
Αστέρια σμαραγδένιοι σκύλοι
που κομματιάζετε τη νύχτα
να η άγρια ζάχαρη. –
Σε πέντε λεπτά ήρθαν οι αντλίες
ο ήχος των σειρήνων έφερε μεγάλη σύγχυση
και η Ανθούσα έλιωσε φριχτά
στην επίθεση του νερού
με τις μάνικες.
Ο δρόμος βράχηκε ανελέητα
τρεχάλα διαλύθηκαν οι συγκεντρωμένοι
κ’ έσκουζαν ολούθε.
Μια νόστιμη κυρία ή δεσποινίδα
που έχασε στη βιάση τα γοβάκια της
έψαχνε μάταια μέσα στη φυγή.
Πανδαιμόνιο.
« - Τι έγινε; Τι συμβαίνει;»
Έτρεχα κ’ εγώ μ’ αλλεπάλληλες σκέψεις
ηλιωμένος απότομα.
Έστριψα σ’ ένα στενό
και συνεχίζοντας να τρέχω
προχώρησα στην ησυχία μου.
Με κόπο ματαιώνοντας τα δάκρυα
θυμήθηκα την περασμένη Άνοιξη.
Έβγαινα για καθαρό αέρα
πατώντας στους ίσκιους των περιπάτων
εκεί που λησμονήθηκε το ρόδο
και η γύμνια δεν ανταλλάχτηκε.
Μ’ άρεσε να περιπλανιέμαι βάζοντας
μέσα στο στόμα του φαφούτη νου
μεγάλη ερημιά για να χορταίνει.
Όλα μού είναι άχρηστα, σκέφτηκα, εκτός απ’ τη ζωή.
Πρόκοψε τόσο η συμφορά...
Γέμισα νυχτωμένη αγωνία
ένα δήθεν φως.
Μικρόβια τ’ αυτοκίνητα στους δρόμους –
χρωματισμένα.
Τεράστια χρονόμετρα μεγεθύνουν
σε σκοτεινούς θαλάμους τα δευτερόλεπτα
λιώνουν οι ώρες υπέροχα
στα χυτήρια του ερέβους.
Αυτός ο Κρόνιος Πολιτισμός! Ας τον αρωματίσουμε...
Ανάσταση: τα καλοπιάσματα του έαρος.
Ερωτευθείτε.


ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Ο χρόνος είναι γενικός.
Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.
Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές
απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις.
Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα
η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες...
Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα
δυο μουλάρια στην ύπαιθρο
να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους.
Ο χρόνος είναι κοροΐδευτικός.
Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.


ΑΦΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Δεντρογαλιά που έβγαινε μαζί με τη σελήνη!
Όλος ο κόσμος άνοιγε τις διάφανες πράξεις
και φωτιζότανε το λιβάδι της φωνής
απ’ τ’ αναρίθμητα κεράκια των επιταφίων.
Όλος ο κόσμος πολλά ποτάμια διασταυρούμενα
σκύβοντας η νύχτα της πόλεως
ενώ στους ήχους έξυνε
τα μεγάλα του εγκαύματα ο διάβολος
και χιλιάδες έρημοι
κολλούσαν φλάουτα στο χλοΐσμένο στόμα.
Η Άνοιξη αμερόληπτη
με τόσα σπιθίσματα
κι ο ψάλτης πηλός ώς τα ύψη ανεξήγητος
δρακόντεια ώρα και η σκάλα ορατόριο.
Τι μεσολάβησε στο αέναο παρόν;
Υπάρχει πάντα ο χρόνος
και ιδού το σώμα του καλούμενου χρόνου
σύρεται στο πραιτώριο
με γάζες αντί για ποδήματα
με σχισμένο ρούχο
ποια βαγιόκλαδα τα γενετήσια χέρια του
με τον όμορφο ύπνο στις πλάτες του
γεωμετρικά ξένο στην ελπίδα
κι απ’ την ελπίδα μας έξω
προς τον άνεμο του ποιήματος.
Ο Αφράτος είναι κανονικός ολόσωμος χειμώνας
κρατώντας υδροχαρής το βερνίκι
έβαφε μ’ αυτό τα γλυκόλαλα χέρια του
έβαφε μαζί και τ’ ακριβά δαχτυλίδια
διώχνοντας άφθονα περιστέρια
σε κάθε βήμα που εμπνεότανε
πάνω στα παστρικά δώματα χρησορρήμονας
κι ακούγονταν η αρά να σφυρίζει
κ’ η μονόφθαλμη ακρίδα στη σκόνη.
Απ’ τις πηγές ο τρόμος έτρεχε ολούθε…
Δεν έχω δίψα, λέει ο Αφράτος, το ποτήρι ξέχειλο
στα χέρια μου τι να το κάνω; Ας έρθει κάποιος
να τ’ αδειάσει και να ’ναι ο εχθρός του ονείρου
όσο κι αν θα λυπήσει τη γυναίκα μου.
Έρχομαι απ’ τα ξένα, μη με δυσκολεύετε.
Και του φώναξαν: Είναι κι ο τάφος νεροχύτης.
Να, λέει πάλι εκείνος,
της μαγείας ο θαμώνας που σωριάστηκε στο βλέμμα.
Μην τον χρεώνετε!
Και του κράζουν: Όλα καλά γινωμένα
κι ο σταυρός για τον ένοχο.
το ασήμι στα ψάρια
και το κρύο στο χειμώνα.
η σφυρίχτρα του φύλακα
κ’ η σφραγίδα στην όρνιθα.-
Τότε είδα να σηκώνεται ο Λωτ
μηδαμόθεν αλώσιμος
ο χαμάλης της σιωπής
απ’ τον πιο γερασμένο του θάνατο
μ’ ένα σακκί αλάτι στους ώμους
κι ανάμεσα στο πλήθος αγχούσε
ν’ ανοίξει δρόμο σπρώχνοντας
για να φτάσει στο καμιόνι που βρισκότανε πέρα
και να γλιτώσει μακριά.
Μόνον ο θάνατος μπορεί τα κόκαλα να δείξει
μουρμούρισα χωρίς αιτία
μελετώντας τις άκρες των δαχτύλων
κι ανακαλύπτοντας αίφνης την πείνα μου
γιομάτος ελπίδες για καλό χορταρικό με φέτα
τράβηξα ήρεμα προς το σπίτι.


ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ
Je flambe dans le brasier a l’ ardeur adorable
APOLLINAIRE
Η γλώσσα είναι σε μένα. Εγώ δεν είμαι στη γλώσσα.
Και μπαίνει το αγέρι των λέξεων, αλήθεια,
ξαναθροΐζει με τα φύλλα της καρδιάς μου.
Έτσι και το χιόνι πέφτει μεσ’ στη φύση
για να λιώσει σαν τη μουσική στο στήθος.
Έτσι κι ο κόσμος μαζεύεται τριγύρω
εκεί που κάτι συμβαίνει.
Μα τι συμβαίνει;
Κάποιος τρώει το αντικείμενο και τον κοιτάζουν.
Αυτός είναι ο διακόπτης του νου
με τον ήλιο στα πόδια του
εκείνος που λαχτάρησε το άδειο μονοπάτι
και τον πάει στην πλατειά
πέτρα του λαμποδύναμου νερού.
Κι αν έχει δίψα μεγαλύτερη απ’ τα αισθήματα
μπορεί τα μάτια να γεμίσουν ερημιά σαν του νεκρού
μπορεί να δει τη φτερωτή Θεοτόκο.
Καθένας ξέρει κι άλλο δρόμο του θανάτου
και την υγεία των αγγέλων μοιράζει με τις χαραυγές.
Καθένας δείχνει την ορμή στο καλοκαίρι
και στο χειμώνα τον απέραντο σεβασμό
καθώς οι κεραυνοί ξεσχίζοντας
τις πλούσιες λάμψεις
την πρώτη-πρώτη ομορφιά
στα μάτια ξαναπαρασταίνουν.
Η γλώσσα είναι σε μένα.
Κάτι ανάλογο. Κάτι βαθιά ηττημένο.


ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος. Με τρομάζει.
Τι ωραίο θα ’τανε
με μια ένεση
να κυκλοφορούσε στο αίμα μου
η επόμενη χιλιετία!
Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.
Κάθε σκαλί της
όταν τ’ ανεβείς
χαλιέται
πέφτει.
Στο τελευταίο σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.
Γεννιόμαστε και πρέπει να κουβαλήσουμε
βαρύ κιβώτιο
τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων.
Η Άνοιξη – μάλιστα! – είναι λύση.
Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε.
Σωριάζεται πάταγος κι απομακρύνετ’ η βροντή
αργά σαν τίγρη κουρασμένη.
Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.
Το δέντρο γίνεται σαφέστατο.
Σε χαμηλά κελάρια – τα ύψη μας
τα πιθάρια του μέλλοντος.
Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.
Ερειπωμένα κόκαλα π’ αντέχετε στο χάρο!


ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μεντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να τα διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.



ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ (1971)


Η ΦΟΒΕΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
και αγαθόν και κακόν [έν εστιν]. οι γούν ιατροί, τέμνοντες, καίοντες, πάντη βασανίζοντες κακώς τους αρρωστούντας, επαιτέονται μηδέν άξιοι μισθόν λαμβάνειν παρά των αρρωστούντων, ταυτά εργαζόμενοι, τα αγαθά και τας νόσους. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, 58

Χωρίς κανένα κάγκελο και δίχως απεραντοσύνη
χωρίς αιωνιότητα
δίχως τ’ αντίθετό της
αγέννητη και ξένη προς το θάνατο
λάμπει στα φυλλοκάρδια η ελευθερία.


ΑΙΦΝΗΣ
Αυτό που λέμε όνειρο δεν ειν’ όνειρο
και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη.
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.

ΑΝΕΜΟΓΛΕΝΤΙ
Τον ήλιο σπρώχνοντας απάνω
στ’ αδιέξοδα της γεωμετρίας
με τους ανθρώπους πάντα να με ξεζυγιάζουν
εγώ ο τελευταίος χαρταετός του λεκανοπεδίου μας
ευχάριστος, αλήθεια, σαν το θάνατο
μέσα στ’ ανθοπωλεία
δε μηχανεύτηκα το κύμα της ψυχής
αυτή την ποίηση που θέλει τ’ όνομά μου.


ΜΙΑ ΔΟΞΑΣΙΑ Κ' Η ΖΩΗ ΟΛΑΚΕΡΗ ΝΟΜΙΖΩ
Το καλοκαίρι μένουν άναυδοι οι χείμαρροι
κι αυτό το πριονίδι του καιρού
με την παράξενη οσμή: τα δευτερόλεπτα
σιγά-σιγά σαπίζει.
Πότε κ’ εγώ θα ξεμεθύσω;
Η νύχτα του Καρκίνου μπερδεύει το περπάτημα
με περιπαίζει ασύστολα και χθες ακόμη
μελετούσα θλιβερά παραλληλόγραμμα
γυρεύοντας να νιώσω γεωμέτρης.
Ο Σκορπιός είχε πάχνη και βούλιαζε αφάνταστα.
Θυμήθηκα δίχως λόγο θαυμάσιες
παραλίες με πολύχρωμη κίνηση
κι απότομα τη Φυσική να μην υπάρχει
στα ηλιόλουστα φεγγάρια της Προϊστορίας
όταν οι πηδηχτοί νάνοι – ποιοι νάνοι; -
με τα ενέχυρα του θανάτου και τη μαχαιριά
κλοτσούσαν ουρλιάζοντας τον αέρα.
Ευτύχημα, είπα, που δεν έχουμε κανένα όφελος.
Ευτύχημα να μας σπρώχνει ολοένα ο χρόνος.
Άμφια της αυγής τρομαχτικά
χαράματα τυλιγμένα σε άνηθο
της ταραχής αχτιδοβόλο σμάλτο.
Δεν έχω τίποτα με τους νεκρούς ούτε με τ’ άστρα:
λαμποκοπούσαν ανέκαθεν, απ’ την αρχαιότητα.
Βλέπω μονάχα τον ασίγαστο γυρισμό της χλόης
τα τρομερά της ύλης παραληρήματα.
Ξημέρωσε πάλι και μεγάλωσε
το λαρύγγι του κόκορα.
Ο σκύλος άρχισε τα βήματα.
Επίσης άρχισαν τα πρώτα λεωφορεία.
Το χρόνο πάντα τον αισθάνομαι στην ωμοπλάτη.


ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ
εν τω τηρείν τον ένδον δαίμονα ανύβριστον και ασινή
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, Εις Εαυτόν, βιβλίο Β 17
Ωραιότερος απ’ τα ναυάγια των ήλιων
ο απλός αυτοκράτορας ενώ
τα μάτια του σχεδόν ερωτευμένα
και πρόθυμα στον άσχετο κίνδυνο μιας εκστρατείας
κερνούσαν έξω απ’ τη σκηνή του
τη μοίρα δίχως τάραχο και την αθώα σκέψη
να μην τον εύρει σε μικρότητα ο θάνατος
όπως οι άγγελοι διαγράφονταν παγεροί μεσ’ στον κόσμο
χωρίς άλλο ένδυμα, μονάχα την αυγή φορώντας
- εκείνη τη σοβαρότητα εκείνο το χρώμα!
μιλούσε με τα λίγα δάκρυα του κι όπως
ο ήλιος ανέβαινε στην καμπύλη
σιγά-σιγά τα στέρεψε.
Η Ρώμη γινότανε μέσα του σαν ένα σβωλαράκι
τα χρόνια μάζευαν οδυνηρά
καθώς τα στρείδια στο λεμόνι.
Ποτέ δεν τον ένιωσαν, αλήθεια,
οι λεγεωνάριοι που ’χαν συνηθίσει
τόσον καιρό στη σφαγή και στον πονόδοντο
με σκονισμένα μάτια
με σπασμένα νεύρα.
Αίφνης ένας παλιός αριστοκράτης απ’ του Βρούτου το σόι
μ’ άσπρο κουστούμι και μια κόκκινη βαλίτσα
τον πλησίασε ήρεμα και διαιρώντας
με το χέρι του σηκωμένο ψηλά
την αυγινή σελήνη που ξεθύμαινε
του είπε: «Πώς να γίνει, αγαπητέ μου, διχάζομαι και συ μου λες πως έχω το παρόν και μόνο.
Μα εκείνος ο γαλάζιος σκαντζόχοιρος
ο ουρανός όταν βρέχει
τα δέντρα που τρομάζουν ολόγυρα
η άκακη χλόη κι αποπάνω τα πτηνά
τούτο το βάρβαρο ρυάκι πλάι μας
τα ξίφη των αγγέλων
η μουγγαμάρα που σχηματίζει τη λάμψη –
κάθε λαχτάρισμα του υπαρκτού με αφυπνίζει
για το μισό που καταπίνει τ’ άλλο του μισό.
Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη
και να την κάνω κομμάτια στα νερά
με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα
ή με κύματα γοερά
με θρήσκευμα τον πόνο...
Το έαρ είναι άλυτο.
Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;
Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,
γι’ αυτό και αχρηστεύει τις απολαύσεις.
Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε
μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα
ούρλιασα ξαφνικά σα να μου φύτεψαν βόλι:
- Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!
Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –
Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;
Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί
για λίγη βλόγηση κ’ ίσως ίαση
κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος...
Χαίρε Καίσαρα!
Τα μάτια μου ειν’ ευρήματα του θανάτου».

NADA
Σ’ αυτά τα κακούργα χαράματα η νεκρίλα των πεύκων
ευαγγελίζεται τη νιόκοπη γαλήνη.
Τώρα το σκέφτομαι: η σιωπή των πάγων
αναγκάζει την αγιότητα να ’ναι άσπρη.

Το μαύρο μ’ έχει προσαρτήσει.
Μια κραυγή, δίχως λόγο, επεκτείνει την ύπαρξη
μια κραυγή στον αέρα μεγαλώνει το ύψος μου.
Στον αέρα κι ο γέρος ερυθρόδερμος
με τ’ άσπρα του μαλλιά σα γνέμα
κειμήλιο της σιγής ανεχτίμητο.

Η νύχτα η βία και η έμπνευση.
Την είδα την αποκαθήλωση του Γκουεβάρα
σε μια γούρνα της Βολιβίας.
Ολόγυρα στέκονταν οι λοχαγοί με το δάχτυλο
δείχναν απάνω στο κορμάκι του τις τρύπες.

ΝΕΑ ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Χωρίς να ξέρω πια τίποτα για λαοθάλασσες
κι άλλες τέτοιες ιστορίες.
Βραδινά νερά νυφική συμπλήρωση
στα μετάξια του μεγάλου μετανάστη του αγέρα
καθώς το σύννεφο μονάζει στη λιγόλεπτη ζωή του
για να στρέφονται τ’ άνθη προς τον ήλιο
χωρίς αντάμειψη και συνέχεια.
Να μη σε κοροϊδέψει τ’ αδιάκοπο ταξίδι του αγέρα.
Τα δάκρυα σκορπίζουν ομορφιά – το ξέρουμε –
μα φέρνουν όμως και μύξα στους ανθρώπους.

Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΗΡΕΜΙΑΣ
Πρωί-πρωί ξαστερωμένος απ’ τον ύπνο
- μια δικαίωση.
Στην εκκλησούλα των χωραφιών ειν’ απόμακρες
όλες εκείνες οι καταστροφές και πιότερο
οι πολύχρωμες.
Καμιά διεκδίκηση, καμιά δυτική θεραπεία.
Σα να με προσκάλεσαν οι πεθαμένοι
στις απρόσωπες σημασίες των θάμνων.
Ο θάνατος δε νοικιάζεται – το ’μαθα –
κι ο έρωτας φέρνει ψόφο στις ερινύες.
Θυμάμαι τώρα το νόμο να τρέφεται σ’ άλλη έκταση
τα τελευταία μου βήματα, τρία-τέσσερα,
σκεπασμέν’ από πυκνούς αιώνες
κι ο ήλιος να ’ναι πάντα το κέντρο της αποτυχίας
που χύνει σ’ άλλους κόσμους τις πράξεις και τα όνειρα
στους ανθρώπινους οχετούς – έθνη και κράτη.


Για χρόνο μοναχά εκλιπαρούσα
(Δημήτριος Καπετανάκης: Emily Dickinson)
στον Ε.Χ.Γονατά, που μετάφρασε το στίχο
Σαν τους αθόρυβους αϊτούς που με ποικίλα χρώματα
σωριάζονται στ’ αποκριάτικα σκουπίδια
νεκροί που δεν τους πρόλαβε η λύσσα των δευτερολέπτων
εκείνη που σκαρώνει τη διάρκεια, τους μήνες και τα χρόνια,
η τρομερή φαγέδαινα η κουτσομύτα Πλάνη
που δίχως έναστρα φτερά δίχως μικρόβια
τρώει και τρώει την Ανυπαρξία –
πεθαίνουν έρημοι της γης οι κάτασπροι αγγέλοι.
Φτωχέ Καπετανάκη κι όμως όλβιε
στη φράση που ’γραφες αναπνέουμε ολοένα
παγιδευμένοι σε πιθανά γεράματα
μ’ ένα ερώτημα που πρέπει να χαράξω:
Πώς θα γλιτώσουμε απ’ το Σύμπαν;

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΔΙΧΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Το στενόμακρο άλογο του χάροντα
χαίρεται ρόδινες κωμωδίες
αγγίζοντας τίποτα.
Το νερό τρεκλίζει ψιθυρίζοντας αρχαιότητες
ο ευγενής βρικόλακας η Άνοιξη
φανερώνεται και πάλι.
Καταρρέουν τα μύρα κι ο σμαράγδινος χόρτος
ανεβαίνει δροσερά στην ηδυπάθεια.
Μα εμείς ολ’ αυτά τα χαρίζουμε σ’ ένα κορνάρισμα.
Τα δέντρα τότε γίνονται πνιγηρές ειρωνείες.

Να βλέπεις έν’ αστραποβόλημα στην άμοιρη τη φύση
να βλέπεις και να λες: Ωραία χρώματα!
Να βλέπεις άλλοτε τον ήλιο και να λες:
υπέροχη αυτή η αθλιότητα! –
η θαλερή και μάχιμη κι αχτινοβόλα.
Μ’ αν είναι η ψυχή μας άπραχτη γιομάτη πράξη
το φως οπού δε χτίζεται παρέχει ολομόναχη.


ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΜΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

38 hundred years after ΚΑΤΙ
Pound, ΑΣΜΑ XCIII

Το μεγαλύτερο ψέμα που ειπώθηκε ποτέ
είναι πως γράφουμε για τον εαυτό μας.
Α, να κ’ η μαμή της αλήθειας
το Σωκρατίδιο!

Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας
λυτρώνει περισσότερο απ’ την ποίηση.

Πώς έγινε και το ’σκασε ο Αδάμ απ’ τη λάμψη του
κ’ έδειξε μια καινούργια γοητεία: το σκοτάδι –
βαραίνοντας απ’ το χρόνο σαν αόριστη κοιλιά...

Κοπέρνικος 9: Συναντούμε δυσχέρειες.
Δεν κάνουν έρωτα στην Αφροδίτη.

VENUS                       ΔΕΝ
ΑΡΗΣ                          ΔΕΝ
ΔΙΑΣ                           ΔΕΝ
Ω, ΜΗ                         ΔΕΝ
ΜΗΔΕΝ
ΟΛΟΝΕΝ
Βραζιλία – Αγγλία 1-0

Έξω-μέσα:
Ούτε-ούτε.

Τηλεόραση. «Φορέστε τα καλά σας.
Ο ρόλος της εκφωνήτριας είναι κυριακάτικος».

Πρέπει να θανατώσουμε τις κοσμοθεωρίες.
Είναι όλες μητρομανείς.

Η ΛΥΠΗ: Η ΠΥΛΗ

Όσες φορές κουβέντιασα με τους λεγόμενους ανθρώπους
αναγκάστηκα να σηκώσω τη φωνή μου
γιατί δεν ανέχτηκα να μου σπάσουν
τα υπέροχα κρύσταλλα της αιωνιότητας.

Άρωμα Όραμα – δεν έχω τίποτ’ άλλο.
Ξέχασα όμως: έχω και τσιγάρα.

Χίπις ΑΤΑΡΑΞΙΑ
»        ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
»        ΑΚΟΡΕΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
»        LE CONTRAIRE DU MAL

Α, δεν μπορώ να περιγράψω πια
τα μάτια της επόμενης μπαλαρίνας...
Είμ’ ένας άτυχος τυμπανιστής που τέλειωσε ο πόλεμος.

Έγραψα ποίηση – μ’ άλλα λόγια
συνεργάστηκα με το μηδέν.

Άλλαξα φρίκη.

Τ’ αηδόνια οι εχθροί των συζητήσεων.
Όλος ο κόσμος τα θαυμάζει σκοτεινά. Το ξέρω.
Τ’ αηδόνια – η καταγωγή της θλίψεως.

Θεότητα: η στέρφα που μας γέννησε
η έμψυχη σκάλα.

Ο Μύθος: η ανάγωγη φύση της αλήθειας.

Παράλυτος.
Άλυτος.

Να, ένα ζουζούνι!

Μεγάλες απολαύσεις-αηδόνια σπαραγμοί!
Και εσύ φρικαλέο εικοσιτετράωρο
που τρομερά εικονίζεις τη ζωή μας
από ύπνο σε ύπνο.
Εγώ που λέγομαι αρνητής
εγώ που δε γελιέμαι πια μεσ’ στη χαράδρα της αφής
ήθελα μ’ ένα τόξο μυστικόπαθου πρίγκιπα
στα σκοτεινά υψίπεδα της Ασίας
να λαβώσω τη χτεσινή πορτογαλίδα.

Το πιο σπουδαίο στον κόσμο είναι το τίποτα.

Για όλα τα σπίτια για όλες τις ταράτσες
το νέο ΠΛΑΝΗΤΕΞ.
Απευθείας εκ του ηλιακού συστήματος.

HOMO SAPIENS–HOMO ΣΑΠΙΟΣ.
Κι ωστόσο λάμπει συνεχώς ο Γκουεβάρα
στα μυρωμένα επουράνια της Βολιβίας
ανώφελος και παράλογος – ανωφερής και μόνος –
χωρίς το ύψος να ψηλώσει περισσότερο
δίχως η μοίρα να μας δείξει τίποτ’ άλλο.
Τσε: Και;

Τα σύμφωνα σα να φυτρώνουν απ’ τη σπονδυλική μου στήλη
τα φωνήεντα μεσ’ απ’ το λαιμό κι ολοένα
στην πολύφωτη Αγορά με τις απαίσιες
μυρουδιές αιωρούνται
τα πορφυρώματα.

Μεγάλο αίσθημα η θάλασσα
τα όρη και η νύχτα.
Το ’παν αυτό οι μονοχίτωνες έρημοι
κι ο άνθρωπος των θαυμάτων
ο αφάνταστος Comte de Saint-Germain
der Wundermann (1710-1780)
ηλικίας 2000 ετών.
Η λογική λοιπόν είναι μια έμμονη ιδέα των ψυχιάτρων.
(Συνεχίζεται)


ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Στα έρημα χαράματα των κήπων αραιά
πέφτουν τα δάκρυα των άστρων.
Αναλάμπει ο αρχαίος υμέναιος
η ολκή του θανάτου.

Την ώρα που τραβιέμαι απ’ την κόλαση
τίποτα δεν κατορθώνω.

Συνήθισα να κλονίζομαι.
Στις πικρές θάλασσες το νερό υποφέρει.

Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της.
όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα
πού βγάζει τις φλόγες.
Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε
κρατώντας μια χαρτοσακκούλα
και τη γεμίζουμε.

Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις
αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός.
Όταν τα δέντρα μεσ’ στους κήπους
πλέκουν το αεράκι του θέρους
ο άνθρωπος που διαιρεί με πληγώνει.

Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου. Μέχρι πότε
θα παίζει ο σκοπός με τα εμπόδια;
Μέχρι πότε θα βλέπεις τη μύγα
να σεργιανίζει απάνω στη ζάχαρη;
Σε ονόμασα βήματα για ν’ αστράφτει
ανήλιαγος ο νόμος
που συχνά θυμίζει στην αφή
πως ο δρόμος δεν υπάρχει.

Σύμβολο και πραγματικότητα – η ίδια φτώχεια.
Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου για φανέρωση.

Όταν δίχως ένα φιλί στο εικονοστάσι
φιλάς τη ζωή
κι αυτό φτάνει.


ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ
Ο τρόπος που μπαινοβγαίνουμε στις εποχές
και η τεράστια πόα της μοίρας
είν’ ο χρόνος. Πλήθος οι σπίθες αδελφικές
από μια θράκα διφορούμενη κ’ οι αποστάσεις
αρτηρίες της αόρατης ακινησίας:
εδώ μέσα κυλιέται ο κόσμος
κρεμάμενος απ’ το κορμί
σαν ένα φύλλωμα χωρίς λόγο
κι αυτό είναι υπέρτατο.
Κανένας ποταμός ούτε κοίτη,
τα πράγματα: ήρεμα ψέματα,
ο ήλιος όταν ανατέλλει και βυθίζει
δυο δικές μου τελετές.
Κανένας ποταμός ούτε μια πράξη στο μέλλον
ούτε μια προσταγή.
Κι ο ουρανός εμπαίζει τη φωτιά, την κάνει χρώματα,
η θάλασσα δεν έχει στόμα
σκοτώνει την ποικιλία
ιδρύοντας την εικόνα του νερού μ’ αιωνιότητες
την πείρα που μας κάνει να γογγύζουμε
πότε μεγάλη διαρκής αναμέτρηση και πότε
το στήθος σφάζοντας εμβρόντητη σιγή:
εδώ μέσα υπάρχω κυρίαρχος δίχως λόγο
κι αυτό είναι υπέρτατο.
Μα η εξέλιξη με ρίχνει κάτω
πηγαίνει προς το άλλο πράσινο
με παίρνει σβάρνα
συνωστίζεται γύρω μου
κ’ εγώ βουλιάζω στην έρημο των αισθήσεων
ανυπολόγιστος.
Ένας καρπός, ωριμάζει και πέφτει,
δεν έχει πρόσωπο ούτε καθρέφτη.
Το διψαλέο δράμα: Η ζωή,
να είναι μέσα μας και έξω από μας!


ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
Όταν αγγίζω
τη χειρότερη σιγή
που δεν μπορώ με τίποτα
να τη συνδέσω
καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα
σαν το νερό στο πάτωμα
τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα
σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε
τους ήχους όλων των πρωτογόνων.
Όμως
είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή
κ’ η πιο τυφλή μας γεύση
χαρούμενη σελέστα.
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των λεωφορείων
η αγάπη των διαβάσεων
από πράσινο σε πράσινο –
μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –
ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις
όπως ο ήλιος γίνεται
λαμπρή μεγάλη αδιαφορία
ή θα ’λεγα συναχωμένος κούρος,
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των αυτοκινήτων
από κάθε
θλιβερή βλάστηση
στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας
μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού
μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα
για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής
το σεβασμό των άλλων
με τα «σαφώς»,
«εντέλει»
και «σαφέστατα»
των πάσης φύσεως δικηγόρων.
Αν δεν πεθαίνει κάτι – ειν’ η μοναξιά μας.



ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Κομμένος όπως το λουλούδι μεσ’ στο βάζο
θα ζούσε το απόλυτο κι ο άνθρωπος χωρίς να ζει.
Θα ’τανε χιόνι απάτητο
βροχή που πήρε άλλη απόφαση
και δε θα πέσει.
Θα ’τανε μια πασίλευκη
και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει
πως η γαλήνη ειν’ ο θεός λέξη προς λέξη
δίχως να περισσεύει τίποτα.
Έτσι μιλούσα βλέποντας
εξαίσια ρόδινες ορτανσίες άσπρες και γαλάζιες
ωσάν κομμώσεις θεαινών,
χρυσαφικές αλλόφρονες
μπετίνες και ελισαβέτες
με τα ωραία σκήπτρα τα αναρριχώμενα
μιλούσα βλέποντας
τα χιονόσφαιρα και τα μπαλέτα
τις ανοιγμένες ταϊτές τούς μπακαράδες
όταν ουρλιάζει τρυφερά στην ομορφιά της η κλοξίνια
και ξεθυμαίνουν από κίτρινα μικρά καμώματα
χαώδεις οι πρασινάδες
με τους ατλαντικούς απόκοσμες ασκληπιάδες
και τους φιλάδελφους στην ίδιαν αποκάλυψη
στον ίδιο φανερωτικό βωμό της Δήμητρας
όπως η μοβ εκείνη κληματίδα που μ’ εκπλήττει
μόνη της
ανασκευάζοντας τη νύχτα και τ’ αστέρια
η μοβ εκείνη του αέρα κρύπτη.
Βρισκόμαστε ποτέ πιο πάνω απ’ τ’ αστέρια;
Χαιρόμαστε ποτέ το φως απ’ τη μαυρίλα;
Ή μήπως είδαμε για ένα έστω δευτερόλεπτο
τη σιωπή σωστά καθισμένη;
Θρήνος που είναι τ’ άνθη στα δάχτυλά μας
κι άχραντο σκοτάδι!
Λαβωμένος απ’ το φεγγάρι με μάλαμα
βλέπω καλύτερα πόσο
φθονούμε την καθαρή θνητότητα
που ’χει βαθειά και τόσο ξάστερη
κομμένο το λουλούδι μεσ’ στο βάζο...
Νεάνιδες θροΐζουν ευγενικά
στην απεραντοσύνη του έρωτα
και τι γοργά χαράματα όταν φυσήξει ο χάρος!
Πολύχρωμοι
στην υψωμένη τους ερημία
θροΐζουν οι γλαδίολοι.

La Forza del Destino
Μαθηματική απόδειξη του Ezra Pound
In tempore senectutis ένας άνθρωπος
φουντωμένος απ’ τις λαλιές ερημωμένος
αντιλαλεί στα βρεφικά χαράματα – που ο ήλιος
άβγαλτος ωθεί τη διαύγεια
καταπάνω με ουράνια δύναμη –
πιασμένος απ’ την ερινύα ο γενειοφόρος πετεινός
αντιλαλεί: Mortalitas, τον πιο καθάριο ήχο.
Ένας άνθρωπος αληθειανός κι αντρειωμένος.
Όταν πηγαίνω στο ποτάμι τον βλέπω πάντα εκεί
κανείς ακόμη δεν τον έβγαλε απ’ το νερό –
με τα ρούχα του
τα παπούτσια του
το καπέλο του
τον βλέπω πάντα εκεί
πνιγμένο.


ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ
Υπάρχω αθάνατα κ’ αιωρούμαι μονάχος
απάνω από έγχρωμες αβύσσους
μη μπορώντας να κρατηθώ απ’ το κόκκινο
ή να τσακίσω τα πλευρά μου στο μαύρο.
Θεσπέσια βροχή κι αξέχαστη
σε τόσα μυρωμένα γεγονότα!
Θα ’λεγα κιόλας την καταιγίδα, χωρίς έννοια
μεγάλη υπεροψία των στοιχείων.
Ο άδηλος κεραυνός αναμοχλεύει τους εύκολους τρόμους
βουλιάζει ο σκύλος και μέσα στους θάμνους
η νυφίτσα καρφιτσώθηκε τρέμοντας.
Πώς να την πεις την ωραιότητα του έαρος...
Την αφήνω στη φύση να ξαναγίνει.


Ο ΑΚΑΝΘΙΑΣ
Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δέντρο.
Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος
κ’ εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’ αυτοκίνητα.
Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν
ευλάβεια μη μπορώντας!
Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε
στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος
μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως
κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων
ο γιος του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου
και της ωραίας Νυοστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια –
όλη των άστρων η προχειρότητα.
Θα ’θελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου
θα ’θελα να ’χει γίνει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια.
Βλέπω χιλιάδες αντικείμενα κι ανάμεσά τους
ο προφήτης Mobil
εξουσιάζω τους δαίμονες και τους αγγέλους από ζελατίνη
χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς Ιωάννη
στα τέσσερα τα πέρατα μια πύρινη χοάνη
σκοτώνει την Ταχύτητα με σκούξιμο και χάφτει
τεράστιες καμπύλες από τίποτα.
Βλέπω τα τελευταία δέντρα του πλανήτη.
Κάποια στριμμένη μάγισσα υφαίνει τα μαλλιά της Ανδρομέδας
ένας κωφάλαλος αρμέγει στεγανόποδα κι ανθίζει
σε πολλά εκατομμύρια δόξας ο μονόφθαλμος Ένθα.
Η Βίβλος έκανε την απόκλιση, μακραίνει
το χαμόγελο της Ήρας
τ’ αρχαία ειδύλλια σείονται κ’ η αράχνη
στην άγραφη προφητεία πλαταίνει.
Χωρίς ανάγκη ολ’ αυτά δίχως αντίβαρο.
Τ’ αηδόνια τουρτουρίζουν αλάλητα
κ’ η δροσερή οπώρα πέφτει στο πετρέλαιο.
Έρχεται φλόγα και στήλη δυνάμεως
οι λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Ωιμένα
ο χρόνος πέταξε τη σκάλα κ’ έχει λόξυγγα –
ο κάθιδρος κοντορεβιθούλης χαϊδεύοντας το Ωμέγα.
Κρούομαι από έρωτα, βουλιάζω μέσα στον τρόμο.
Η μύγα ντύθηκε σπίθες αναρίθμητες
ο σκαραβαίος χορεύει παγωνάτος
ένας ανάλγητος ουρανός αγνοήθηκε
κι ο ύπνος αρμολόγησε τα ψηφιά του
τυχάρπαστος.
Εκεί λοιπόν είδα να σφραγίζεται για πάντα
με κάτι κόκκινα λουκέτα κατακαίνουργα
ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα
σε τρομερά κιβώτια σιγής και μια γουρούνα
καθότανε στην άκρη χύνοντας
τα πιο όμορφα δάκρυα στους απέραντους κόσμους.
Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε
φωνή μεγάλη: Κρατηθείτε! –
Δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κ’ η αγάπη
τα στήθια γίνηκαν αφτιά κι όμως ακόμη
τα μάτια βλέπαν έντρομα στη χάση των αστέρων.
Είδα και τάχτηκα να μαρτυρήσω.
Ζώνες ερυθρές του Ακανθία κι αθρόα φάσματα
νυσταλέα ερπετά η μοναχική Ορνίθη σπαρταρώντας
ακέφαλη.
Σ’ αυτή τη φοβερή διανυκτέρευση
ναρκώθηκαν όλες οι θεωρίες
και βγαίνει ετερόγναθος ο Υπεριώδης –
γαλανός ο φόνος και ο νόμος ακόρεστος.
Ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις
φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα!»
ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία
και ψάλλοντας αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια.
Σα να τους βλέπω πάλι, σα να μην πέρασαν, αλήθεια,
αιώνες τώρα κ’ αιώνες...
Άλλοι απ’αυτούς με λαμπερά ξυράφια κόβουν έρημοι
τους αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας
άλλοι με γρήγορη βενζίνη καίνε τους βουβώνες
ανάμεσα σε δέσμες ελλείψεων που συστρέφονται
μοιράζοντας ρόμβους, άλλοι τόσοι, της ουράνιας σωτηρίας
και ξεφωνίζει η καιόμενη Φυλλίδα
στη σιωπή που χύνει ο Απέναντι του Ρίλκε.
Γκρεμός ειν’ οι καμπύλες της
κι ανίδεο τ’ αγέρι τις θωπεύει
καθώς ορθώνει στα ωχρά δευτερόλεπτα
τη δική του χαρά ο πτηνόσαυρος.
Τότε φωνάζει κάποιος «αποτύχαμε στο θάνατο»
και μια γριούλα με χουνί τον αποπαίρνει τραγουδώντας:
«Μια ιστορία εγκυμοσύνης είναι τ’ άνθος –
δεν το ξέρατε; Γιορτάζει σήμερα η κολοκύθα!»


ΜΕ ΚΙΤΡΙΝΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!
Μου το ’παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.
Μου το ’χε πει κ’ η μάνα μου παλιότερα:
«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.
Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,
CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI».
Μα εγώ δεν την άκουσα.


ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ (1974)
Ο ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ
Un Poete sauvage avec plomb dans l’ aile –
TRISTAN CORBIERE
Γέροντας πια και πρώην καπνιστής
μονάχος με τα γένια του στο άκαρπο το ύψος περπατώντας
από νέφη σε νέφη, το ανθρώπινο, τι δρόμος,
με μικρούτσικα βήματα κωμικά και ξεβίδωτα
στην αλύπητη μουσική τους ακούγοντας
τα φτηνά του τα ξύλινα συρτοπάπουτσα
ο Βαρβαρόσσας το συνήθιζε να λέει: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Έτσι μιλούσε, τιποτ’ άλλο δεν έλεγε,
γλείφοντας με λεπτή συγκίνηση τα χείλη.
Μαύρη μεγάλη τρύπα τον τυραννούσε
στο στήθος που ’χε τώρα παλιώσει
ξεχειλώνοντας οικτρά το κρέας!
Όλοι τον κλάιγαν αμίλητοι σαν ήμερο κι αξιοδάκρυτο
δράκο παρωχημένο
σαν από αιώνες, αλήθεια, ξαφνιασμένο
και μ’ ευλάβεια κούφια του χαρίζαν οι ψεύτες
ένα κάποιο συμβατικό προσκύνημα.
Εκείνος όμως είχε μια φριχτή σοβαρότητα
δεν έδινε σημασία στον ευχάριστο σεβασμό τους –
άλλωστε ποτέ δεν εξαρτήθηκε –
μα υποφέροντας βαθιά τον εαυτό του
τα οράματα που χτυπιούνται σαν κάποτε
τα φτερά του κόκορα που ’χε σφάξει τα κρασάτα
τίναζε ξάφνου κάποια στιγμή το κεφάλι του προς τ’ απάνω
και γινότανε κείνος ο παλιός κι ανελέητος τρόμος
ανοίγοντας το στόμα του στην κατερήμωση
σαν αποτρόπαιο τέρας της χειμωνιάτικης Προΐστοριας
κι αποσπούσε μ’ ένα κρακ τη μασέλα του
την έριχνε μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό δίχως ευγένειας
δίχως κανένα σύμπλεγμα που τον έβλεπαν ολόγυρα
χτυπούσε τα παλαμάκια κ’ έμπαινε σιγηλή κι αθέατη
μια χανούμισσα δίκοπη στο βαθύ μετάξι θροΐζοντας –
τι θλιβερό το θέαμα η γρήγορη υπόκλιση ... –
και έσπρωχνε κοντά του την άσπρη καρέκλα.
Εκείνος τότε καθότανε (με προσπάθεια ολοφάνερη)
κάνοντας αλλόκοτα κινήματα
και στήλωνε τα μάτια του στη μασέλα.
Οι παριστάμενοι φεύγαν ένας-ένας με θεατρίνικους τεμενάδες
οι ώρες περνούσαν ολοένα, κατά την άσχημη
και θλιβερή συνήθεια: την πραγματικότητα.
Εκείνος όμως έμενε να κοιτάζει βοερά τη μασέλα
βουλιαγμένος
απέραντος
αναπόσπαστος...
Κάποτε, βέβαια, ο ύπνος που ξέρει τις αποσβέσεις
έδινε τέλος σ’ αυτή την κατάσταση
μα την άλλη μέρα τα ίδια πάλι: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Ένα ζωνάρι σύννεφο στη μέση του βουνού με συναρπάζει...
Τα λόγια τούτα του Βαρβαρόσσα
μισο-ηλίθια θα ’λεγα και πάντως απελπισμένα
μέρα τη μέρα περίτρεχαν τους δρόμους, τα σπίτια,
τους μπαξέδες
κ’ είχαν, αλήθεια, γίνει στην Πόλη κοινή κουβέντα κι αστείο
στο φούρναρη, στο μπακάλικο, στο ζαχαροπλαστείο,
των ηλιόλουστων χοτζάδων που χαίρονταν τη ματαιότητα
του γοερού ντελάλη του παμπόνηρου βεζίρη
των βαρκάρηδων του Βοσπόρου της Ωραίας του Πέραν
αλλ’ ακόμη και του ίδιου του μυτερού σουλτάνου
καθώς έλεγαν οι ιχθυέμποροι που κάθονταν εύοσμοι
στην πιο αριστοκρατική συνοικία.
Ο Βαρβαρόσσας όμως είχε το δράμα του...
Τιποτένιος απ’ το γήρασμα και γιομάτος από τεφρώδεις
τρόμους και παραισθήσεις ο άλλοτε τροπαιούχος του αίματος
κάθε τόσο κοντοζύγωνε στα πικρά παράθυρα
για να διώξει με τα χέρια του τις ολόσωμες οπτασίες
τα λουλούδια φτύνοντας τ’ ανοχύρωτα στον άκακο μεγάλο κήπο
και τ’ αηδόνια στους κλώνους αναθεματίζοντας
γοερά προς τα έξω γερμένος.
Μάλιστα λένε πως κάποτε φώναξε σ’ έναν υπηρέτη:
«Γερός αντίπαλος η ζωή, σαν το Κοράνι,
το στεφάνι της δόξας μου ’ρχεται μεγάλο».
Φράση για πέταμα.
Ωστόσο θαν την ένιωθε ο ναύαρχος.
Κι άλλοτε λένε λιποθύμησε μ’ αυτά τα λόγια φρενιάζοντας:
«Αχ να ’τρωγα το φως! να μην έβλεπα
τα σταυρωτά σίδερα στα ρολόγια...»
Με τέτοιες, αλήθεια, σκέψεις έρημες ωσάν τα σύκα
που χάσκουν έξω στη φύση τον Ιούλιο –
σακαράκα ο φτωχογέροντας ή μάλλον
ολάνοιχτη πόρτα και χειμώνας ο ίδιος
έμπαζε τις αθρόες αντιφάσεις
και ξύλιαζε ο σπαραγμός του – τι παράξενο,
σε πολύ τρυφερά δευτερόλεπτα.
Ο κόσμος δεν τη χωρούσε τέτοιαν απόγνωση
και κανένας θεός δεν έβγαζε σπινθήρα.
Η φύση τώρα του ’χε γίνει φανταστικότερη
τα φαιά πετρώματα η αγιότητα των θάμνων.
Αλαφιασμένος αποφάσιζε χαμάμ ο τρισάθλιος
δίχως ανάσταση μεσ’ στους ανάερους ατμούς τους ομιχλώδεις
κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη
τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους
την εύκολη στύση του λουτρού με σκλάβες ωσάν κάτασπρα λαγούτα
χαϊδεύοντας πότε-πότε τ’ αχαμνά του τ’ ανεξήγητα
που τα ’χε σακκουλιάσει απαίσια το γήρας.
Από κει μέσα έβγαιν’ όλος ανακούφιση
και λένε τα κιτάπια πως μια μέρα του έαρος
δυο-τρεις νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους
όπως τους είδε φλογερά σε σμαλτωμένην άβυσσο
με στραβοκάνες νύχτες πλαγιασμένος ο Προφήτης
όταν η μια τα χείλη της ανάβοντας του κράζει:
«Χαϊρεντίν, η τρικυμία είναι τ’ άνθισμα της θάλασσας»
κι ο δύστυχος αποκοιμήθη.

ΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ
Όταν άξαφνα σπάσει το νήμα γέρνουμε στο μαύρο
που δεν μπολιάζεται με τίποτα κι αφήνουμε
τις λιακάδες απόλυτα ξένες
εκεί που σβήνουμε:
στη ρεματιά μας.
Αυτό το ξέρει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης
λυγίζοντας τις απολαύσεις όπως
ο πειναλέος χεροδύναμος μ’ ένα σώβρακο γυμνωμένος
τα σίδερα στις λαϊκές πλατείες.
Αυτό το ξέρει κι ο λεγόμενος εκστατικός
ολέθριος απ’ την άνθηση γύρω του
τα ηχηρά ρυάκια βλέποντας ωσάν άγνωστες υποθέσεις.
Αυτό το ξέρει όποιος μένει άναυδος και λέει:
«Τι πράμα είναι τ’ άλογο σαν τρέχει
κι αστράφτει, λάμπει στους θαυμάσιους μηρούς του ο ιδρώτας
μ’ ένα μηδέν ανάερο να βγαίνει μεσ’ απ’ τα ρουθούνια
την ευγένεια να σπιθίζει στην κοιλιά του την άμωμη!»
Μα όμως έχω μια περίλαμπρη γραφή για κάθε χελιδόνι
κι άμα θα ξαπολύσω τον απαίσιο σκορπιό
βαθιά που σκοτεινιάζει ο έρωτας…
Μην τραγουδήσεις υετούς κι οπωροφόρα θλίψη,
χάνομαι, λέει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης,
καθώς η σκόνη χάνεται μη μπορώντας
να νικήσει τη διαφάνεια του αέρα.

ΣΤΑ ΚΡΥΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ
Ο χρόνος είν’ ο σκελετός ο δίχως κόκαλα
στη σάρκα που δεν ξέρει ούτε καν θα μάθει
την τόση κι αδιάκοπη σωματικότητα:
τη βοερή ποιμαντική που λιώνει και τ’ αηδόνι
στην εύοσμην αγκάλη της αδειοσύνης
δίχως έχθρητα κι αγάπη κουρελιάζοντας τα διάτορα
ή χαμηλόφωνα και σιγαλέα εικοσιτετράωρα
κι ο χρόνος είν’ ακόμη θα ’λεγα
βρεγμένη θρυαλλίδα μεσ’ στην κόλαση
το σάπιο βλέμμα στην κοιλιά της τράπουλας
μαινόμενες κι ατάραχες οι αντιφάσεις.

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΣ
Το άρωμα τ’ αρχαίου θυμιάματος
μ’ εξάπτει σε τρεμάμενες από τέτοια ευωδιά
τεράστιες και νεκρώσιμες φωτοσκιάσεις
κι αδιάκοπα το αίμα μ’ ενοχλεί
μ’ αλλεπάληλα κουδουνίσματα στ’ αφτιά μου!
Συνέρχομαι τώρα και σαλπίζω στα πέρατα
τον κωφάλαλο κι αναίμαχτο νόμο της αλήθειας:
Εκείνος οπού μπορεί κ’ εφαρμόζει το χρόνο στην ύπαρξη
σαν το ευλύγιστο νερό που συμβιβάζεται πάντα
με τ’ αόμματα χώματα με τα χόρτα με τα λιθάρια
με καθ’ εμπόδιο στον κόσμο κι οπουδήποτε
καρυκεύοντας έτσι τη θλίψη μου
στα ψυχρά μάρμαρα της απουσίας –
έχει χωρέσει στ’ αλήθεια την αιωνιότητα κι όχι
τη θλιβερή κι απρόκοφτη φιλολογία της.
Αυτός είν’ εκείνος που γνωρίζει
πως η άγραφη ζωή δε θα πάψει να χτίζει
το θάνατο με καινούργια πάντα υλικά με νέα νήπια
για να ξύσει κάποτε τα ουράνια.
Είμαστε λοιπόν οι πολύχρωμες
καμπύλες ενός βεγγαλικού
με τρομερά σύντομη λιτάνευση στο χώρο
που νυχτώνει πιο πέρα κι απ’ τη νύχτα
τη γαιώδη και σπάταλη σε χιλιετηρίδες.

Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Συχνά πηγαίνοντας με τα πόδια, κουβαλώντας μονάχα
το μισογεμισμένο σάκκο μου, στα τόσο δροσερά
κι απόμακρα λαγούμια
λίγο πιο κείθε απ’ τη φαντασία σ’ εκείνη τη δεύτερη
μεγάλη και καθάρια πραγματικότητα
που γιορτάζουν έρημοι σαν όλα τ’ απόκοσμα ζούδια
οι ουρανόπληχτοι με τ’ άδικο σκοτωμένο
σαν όρνιο στην άφωνη ρεματιά την απροσδόκητη –
χάνομαι σ’ αναρίθμητα μόρια ζωής που δεν τα βλέπω.
Κάθε φορά και πιο πολλές είν’ εκεί πέρα οι γιορτάδες
κάθε φορά και πιότερα σα ν’ ακούγονται τραγούδια.
Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας
ο Έσχατος τ’ Ουρανού με χιλιάδες έντομα έντομα στην όραση
μ’ αξεθύμαστα γιασεμιά στο νυμφώνα
μ’ άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα
και μ’ άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
αγγίζει τους ραχιτικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους
αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ’ όλες τις αρρώστιες
και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.
Σιγά-σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
αρχίζει το νταούλι μεσ’ στα πανηγύρια
κι ολούθε πια σηκώνεται στο στήθος η ρωμιοσύνη
και μας αρωματίζει μ’ ανείπωτο μοσχολίβανο.
Καίγονται τότε τα φωτερά κοντάκια μεσ’ στους ύμνους
κι ανασαίνουμε πέλαγα σε μικρή κολυμβήθρα
κι αποσπούμε τα καρφιά της Σταυρώσεως.
Εκεί μια τέτοιαν ώρα σαν ωραιότατος
εγέρθηκε καπνός ο Γελάσιος και είπε:
«Το μέλλον είναι μάτι
το παρελθόν αφτί
για τον απλό χωριάτη
και για τον ποιητή!
Το μέλλον είναι κάτι,
μα όχι κάτι που νομίζουμε…»
Γεννιέσαι και μπαίνεις μεσ’ στο αίνιγμα
πεθαίνεις και τ’ αφήνεις ανέπαφο.
Τι άλλο να προσθέσω πια στη δύναμη του έαρος;
Πλήρης από έλλειψη νόηματος
υπερέχω.
Τιποτ’ άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω
τη χαρά μου μονάχα και μονάχα τη θλίψη μου
σ’ αυτό τον κόσμο που τον παγιδεύει θανάσιμα
όχι το σκοτάδι κ’ η μαυρίλα
μα το βαθύ χαντάκι της προοπτικής…
Ο χρόνος είχε μόλις ανατείλει.


ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ
Ο δασόβιος ερημίτης οδηγούσε μ’ αόρατη
λεπτή κλωστή τον ήχο μιας μέλισσας όταν ολόγυρα
παίζοντας το σουραύλι της η σαύρα
δυνάμωνε το πράσινο και η σκέψη
δρασκέλιζε την ακέραστη μόνωση
που δεν απείλησε ποτέ τα λουλούδια.
Τα τείχη του έαρος άραγε τ’ αρώματα
τ’ αρίφνητα μύρα διανοίγονται;
Στοχάσου λιγάκι δίχως ανταλλάγματα:
δίχως αλήθεια και ψέμα.
Στοχάσου πως όλα τα ζώπυρα
κοιμούνται σ’ εγρήγορση δίχως εκτόπισμα
στην άνθηση που ξεραίνει το βιος της ώστε να ξανάρθει.
Πάσα πνοή και πάσα νύχτα δε γνώρισε
μητέρα και μάμμη και προμάμμη –
την προέλευση τη θέλει το μυαλό μας και χανόμαστε
σ’ ανύπαρχτα βάθη και μεγέθη της απουσίας
όταν ακόμη κ’ η φωτιά τεμπελιάζει
μ’ όλα της τα τριξίματα
μ’ όλες τις φλόγες που βγάζει και τ’ αποκαΐδια.
Θα σπάσω σήμερα τις ανέστιες φόρμες
τη στέγη θα ρίξω και θ’ απλώσω περίλυπα
στην ασκέπαστην ενέργεια της αθανασίας
εκεί που λαλούσαν ανέκαθεν οι τυφλές
εικόνες των πλασμάτων την πολυμίλητη βουβαμάρα
την απόδειξη κείνου που δεν αποδείχνεται
την απάρνηση του θριάμβου της γλώσσας.
Ο παρείσαχτος νους οπού χάραξε τραύματα
και τα λέμε φαράγγια
οπού δίδαξε θαύματα και τα λέμε κρημνά της ανάγκης
ήτανε κάποτε κι αυτός ανίκητος απ’ τις νίκες του
τις μεγάλες κι ανθρώπινες τις υπερύμννητες
είχε κι αυτός ολάκερη στα πλήθια μόριά του την ειρήνη
στ’ αμπέλια των κεραυνών εκτοξεύοντας
τη λάμψη της αγάπης.
Η φρόνηση που ’χε κάψει τ’ άστρα κι αφανίστη χαράματα
τον πόνο τον ξεκούμπισε
τον έβαλε στη μαύρη αλυσίδα...
Τεράστιες ώρες αγκαλιάζονταν τότε συναμετάξυ τους
και πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης
καθώς η Παναγ’ια κυλιότανε στα κιτρολέμονα
κ’ είχε δέσει το δαίμονα
στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης.
Τα μονήρη πτηνά ξανανοίγονται σαν αντίφωνα
ξηλώνοντας τώρα και πάλι τους αγέρηδες
οπού βρίθουν από κύκλους και κρέμονται σύψυχα
πάνω στης αγαθότατης αβύσσου τα πικρά ειωθότα
στη λαμπρότερη λευτεριά της Κοιμωμένης
αγνοώντας τους ψεύτικους ήλιους από ρυζόχαρτο
τους ευάλωτους αριθμούς και τα είδωλα
λίγο πιο κάτω στην προκυμαία των άστρων –
ανοίγονται στ’ άγραφο κι αχειροκρότητα
στον αιώνα τον άπαντα κατορθώνουν την πλάση
τιτιβίζοντας ευαγγέλια στην πανέμνοστη
κίνηση του παλαίμαχου σκούληκα
στο αθόρυβο πέσιμο που κάνει το κουκούτσι
και το χώμα τρυφερά το σαβανώνει
για καινούργια λυγερή πραγματικότητα
νέα πρόσωπα φυλλωμάτων ανάγλυφα
ν’ απιθώσει και πάλι ο κότσυφας
τα γύφτικα λιγνοπόδαρα
να σκαλίσει και πάλιν η κότα την άσπιλη μαγάρα
τυλιγμένη μ’ εκείνη τη νευρικότητα
στα πολύχρωμα κουρελάκια του ήλιου
να σκαλίσει και πάλι τον ίσκιο μας
η απόμακρη τόσο κοντά μας!
Ποιος να ’ναι τώρα λοιπόν ο άμουσος, ο ακέραστος
που ’θελε στα καλά καθούμενα ξεφλουδίσει
την καινή διαθήκη τού πόντικα στα νεογνά του,
την κρασωμένη μουσική τού ποπολάρου συνθέτη
που ’χει σταλάξει σε μιαν ακρούλα της οδύνης μας,
την αμύθητη μαγγανεία της χήνας
όπως αγγίζει τα νοσσία και τ’ αγιάζει...
Ποιος είν’ εκείνος που δεν είδε τη θάλασσα
να οφείλει στο πνεύμα τη λάμψη;
Την αλήθεια τούτη ποιος να την παρακάμψει...
Βάλε μέ μου σου την οσιότητα και των τίγρεων ακόμη
που δεν την ξέρει κανένας απ’ τις κηλίδες και τα δόντια
βάλε μέ νου σου τη μεγάλη συναδέλφωση
που δίχως τα ξεδιάντροπα μικροσκόπια μας περιμένει:
παρέες-παρέες οι πεθαμένοι
στα λιγοφώτιστα κοιμητήρια
ταιριάζουν έρημοι μεσ’ στον άκρατο ζόφο που ξεθυμαίνει
στην αχερούσια νύχτα τη μαρμαροτράχηλη
δίχως έθιμα και σπίτια δίχως άλλην ιστορία
δείχνοντας μονάχα τη μαρτυρία
πως ο Χριστός μια μέρα περπάτησε κι αμέσως
φούντωσε το συχώριο στο βαθύ κι αχάλαστο σημάδι
π’ άφησεν η φτέρνα του τ’ αστέρια για ν’ αδράξει
με καταπράσινα κλαδιά τα χέρια των αγίων
και των αγγέλων τα φτερά χιλιάδες ροδοπέταλα...
Βάλε μέ νου σου την αθρυμμάτιστη σύναξη οπού ξεγράφει
και διαιώνιζε το διάλειμμα της αγάπης.


ΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΠΟΤΕ Σ' ΕΝΑΝ ΙΠΤΑΜΕΝΟ
Σαν αφαιρέσεις απ’ τον ήλιο τη λαίμαργη αστρονομία
δεν είναι πιότερος από μια πυγολαμπίδα που διαστέλλει
την κίνηση μεσ’ στο άναυδο σκοτάδι.
Δεν έχει πόσιμη σημασία να σταλάζουμε
τσιγγούνικες αλήθειες και σταγονίδια βεβαιότητας
δεν έχει ούτε μια πρωτοτυπία η ξεμυαλίστρα η εξυπνάδα
πρωτότυπος είν’ εκείνος που δικάζει τις λέξεις
εκείνος οπού βάζει ποινές ολοένα στα δάχτυλά του
την ώρα που σέρνουν έρημα την άλαλη πένα.
Δεν έχει μητρότητα ο ίλιγγος
δεν έχει πατρότητα η νύχτα.
Μίλησα κι άλλοτε γι’ αυτά τα χαρτόνια.
Οι σκοτεινοί μας σύντροφοι: οι άκρες και τα μάκρη
με του κύκλου τ’ άγρια δώρα μας κοροϊδεύουν.
Έχοντας τώρα πια ξεπέσει ο γέροντας Ευκλείδης
είν’ απόβλητο το μήκος ως πράξη του σύμπαντος
και το ύψος ανεύρετη μελωδία στα πλάτη...
Τράβηξα τη σκονισμένη αιωνιότητα σαν κουρτίνα
με τόση ευκολία και τα ’χασα βλέποντας
το λάγνο τίποτα της αναφρόδιτης καμπύλης!
Ο άγγελος τότε του έαρος μου φώναξε: - Μη στενεύεις,
αγίαζε μονάχα, μη σκοπεύεις, κι απ’ το μειλίχιο
δαιμόνιο της αγάπης πιο περ’ ακόμη τράβα κι ας είπες.
θα κομματιάσω τον κόσμο για να ματιάσω
τη δύναμη της αλήθειας.
Έλα, λυτρώσου τώρα κι απ’ του Ερωτήματος την έλλειψη
να γίνεις ομορφότερος να μείνεις όντως μόνος...

Η ΠΑΓΙΔΑ
Δε μαθαίνει το φεγγάρι ποιήματα
δε θα μάθει το λαμπρό ποτάμι τα νερά του.
την ομορφιά του κοπετού την κόβει ο λατόμος
και κείθε προς τα μνήματα ξεράθηκε
το γάργαρο κακό π’ ολόγυρα συχναντηχούσε.
Κανένα φως δε φώτισε με φως τον εαυτό του
την ώρα που φιλούσε με τ’ αφίλητα
φιλιά μου την Ανάμνηση στο άστραμμα της λύπης.
Κι τώρα κλείθρο πού θα βρω και κρίνο να μυρίσω;
Μα η Φωνή μ’ απάντησε: Και κλειδωνιά δεν έχει!


ΚΥΚΕΩΝΑΣ
1
Όλο το αίμα που περνά μεσ’ απ’ τους πνεύμονες
αφήνει κάτι για το ποίημα στο στήθος.
2
Είν’ ένα γράψιμο το δικό μου σαν το φτάρνισμα
το βήξιμο ή το ρούφηγμα της μύτης.
3
Κάθε βιβλίο που τυπώνω με γκρεμίζει περισσότερο
βαραίνει στην καρδιά μου σαν κατάμαυρο λιθάρι.
4
Τι ωραία κι αργά κατηφόριζε
στον ουράνιο θόλο το φεγγάρι
πλένοντας άλλη μια φορά την τόση πραγματικότητα.
5
Θα ’μαστε πάντα ένα πέσιμο μα δίχως
να μην είμαστε ταυτόχρονα το ύψος.
6
Ο θάνατος με συδαυλίζει κι ολοένα λιγοστεύω.
7
Βαραίνουν άραγε τα χιόνια στα θεόρατα βουνά
κ’ οι καταρράχτες τάχα ναν τα εκνευρίζουν;
8
Έχει πέτρες ακόμη σαν εκείνες του Αμφίονα;
9
Στα χρώματα ποτέ του δεν κουράστηκε
να λάμπει ο ξουραφομύτης.

Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοδείξωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.


ΤΡΥΦΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Δεν είναι πάντα το νερό σαν ξόδι και η κίνηση;
Δεν είναι μια μακρόσυρτη κηδεία το ποτάμι
κ’ οι λιτανείες των ήχων ανάμεσα
σε σκονισμένα γιασεμιά και τριαντάφυλλα;
Σου γράφω λοιπόν...
Οι άγγελοι θα γίνουν επιθετικότεροι
κι όλο το Σύμπαν από κάποιο δρόμο φρικαλέο
θα χωρέσει κάποτε σε μια δαχτυλήθρα.
Ό,τι στο στήθος μοιάζει με κειμήλιο
θέλω ναν το πετάξω.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΘΙΣΤΗ ΦΥΣΗ
Να την η θάλασσα με θρήνους γοερούς και πάλι
σωριάζεται πάνω σε βατραχόμορφους βράχους –
τι παράξενο! –
σέρνοντας δώθε-κείθε τα πλούσια μαλλιά της όπως η ξέφρενη
κι ατέρμονη κείνη γυναίκα που πέφτει στα πόδια
του τόσο φευγαλέου της έρωτα.

ΨΙΧΑΛΕΣ ΚΑΙ ΨΙΧΟΥΛΑ
1
Franz Kafka: μια στήλη αίματος που δε σωριάζεται.
2
Σ’ άνθια και κρίνα του αγρού να περισσεύεις.
3
Δε θα ξανάρθει ο καιρός που θα λαλήσουν τα σπλάχνα;
4
Μ’ έχει πολύ επηρεάσει τ’ αστραποβόλημα.
5
Ο κόσμος είναι στο άπειρο: στη ναφθαλίνη.
6
Να διώχνουμε σιγά-σιγά τις βλέψεις απ’ τα μάτια.
Να διώχνουμε λίγο-λίγο την ίδια την ποίηση.
7
Δεν είν’ γυαλί και μάλαμα η άδοξη σελήνη.
8
Κατάφωτη μια ζυγαριά η μέρα και η νύχτα.
9
Βρέθηκα στο μαβί ποθούμενο και του γκρεμού θα μείνω.

ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Η νόηση κείνη που καθορίζει το πυκνότατο χιόνι τηςΔουλσινέας
ως να μοιάζει, θα ’λεγα, προς θανάσιμη καλλιέργεια ή
ανάθεμα της υπάρξεως.
Η νόηση κείνη που κλαψουρίζει στη γέμιση της νύχτας,
ανοίγοντας τα τρομερά κι αδάκρυτα παράθυρα, για ναπικράνει
ολούθε την Ειμαρμένη δίχως κανένα ωφέλιμο σκοτάδι και
χορτάριασμα.
Η νόηση κείνη που ’χει χαλκέψει την ελπίδα, τους αέτειους
μύθους και τον αγέρωχο πάταγο της νεότερης κιθάρας.
Η νόηση κείνη που ρυθμίζει τους αέρηδες με την άδοξη σπάθη
και την όποια διάρθρωση και δόμηση της δόξας.
Η νόηση της ακούραστης Αρκαδίας ή ο λεγόμενος Πάνας,
που συμμετέχει ολοένα των αστραπηβόλων τράγων,
η νόηση τούτη, βέβαια, δε μας ανήκει.

ΠΕΡΙΤΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Πώς βούλιαξε στα μυρωμένα γιασεμόκλωνα
εκείνη η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα
και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου